ὀγκόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ogkofonos | |Transliteration C=ogkofonos | ||
|Beta Code=o)gko/fwnos | |Beta Code=o)gko/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=ὀγκόφωνον, [[hollow-toned]], of a trumpet, Sch.T Il.18.219. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219. | |lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀγκόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σάλπιγγα]]) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[υψίφωνος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀγκόφωνον, hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
Greek Monolingual
ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψίφωνος].