φθισίφρων: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthisifron
|Transliteration C=fthisifron
|Beta Code=fqisi/frwn
|Beta Code=fqisi/frwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">destroying the mind</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.423</span> (φθεισ-).</span>
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[destroying the mind]], Opp.''C.''2.423 (φθεισ-).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθῑσίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὰς φρένας, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 423.
|lstext='''φθῑσίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὰς φρένας, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 423.
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη [[σκέψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> [<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>]), <b>πρβλ.</b> <i>κλεψί</i>-<i>φρων</i>. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθει</i>-<i>σίφρων</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-,<i>τερψι</i>- κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῑσίφρων Medium diacritics: φθισίφρων Low diacritics: φθισίφρων Capitals: ΦΘΙΣΙΦΡΩΝ
Transliteration A: phthisíphrōn Transliteration B: phthisiphrōn Transliteration C: fthisifron Beta Code: fqisi/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, destroying the mind, Opp.C.2.423 (φθεισ-).

German (Pape)

[Seite 1271] ονος, den Verstand zerstörend, die Besinnung raubend, Opp. Cyn. 2, 423.

Greek (Liddell-Scott)

φθῑσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὰς φρένας, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 423.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (< φθίνω + -φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί-φρων. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθει-σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-,τερψι- κ.λπ.].