ὑπαναστατέον: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypanastateon | |Transliteration C=ypanastateon | ||
|Beta Code=u(panastate/on | |Beta Code=u(panastate/on | ||
|Definition=(ὑπανίσταμαι) | |Definition=([[ὑπανίσταμαι]]) [[one must rise up]], esp. to [[make room]] for another]], X.''Lac.''9.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπαναστᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπανίσταμαι]], πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μάλιστα]] [[ὅπως]] παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5. | |lstext='''ὑπαναστᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπανίσταμαι]], πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, [[μάλιστα]] [[ὅπως]] παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαναστᾰτέον:''' ρημ. Επίθ. του [[ὑπανίσταμαι]], αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την [[θέση]] του, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὑπανίσταμαι) one must rise up, esp. to make room for another]], X.Lac.9.5.
German (Pape)
[Seite 1182] adj. verb. von ὑπανίστημι, man muß aufstehen, um Platz zu machen, Xen. Lac. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαναστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπανίσταμαι, πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, μάλιστα ὅπως παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.
Greek Monotonic
ὑπαναστᾰτέον: ρημ. Επίθ. του ὑπανίσταμαι, αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την θέση του, σε Ξεν.