διαρραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_20)
 
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''διαρραίνομαι:''' [[растекаться]], [[стекать отовсюду]] (ἔκ τινος Soph.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρραίνομαι''': παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).
|lstext='''διαρραίνομαι''': παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαρραίνομαι:''' Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[flow]] all ways, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

διαρραίνομαι: растекаться, стекать отовсюду (ἔκ τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρραίνομαι: παθ., ῥέω καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, Σοφ. Τρ. 14, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 32. ΙΙ. ἐνεργ. πρκμ. διέραγκα, ἔχω ῥαντίσει, ἑβδ. (Παροιμ. ζ΄, 17).

Greek Monotonic

διαρραίνομαι: Παθ., ρέω προς όλες τις κατευθύνσεις, διασπώμαι, σε Σοφ.

Middle Liddell

Pass. to flow all ways, Soph.