πολεμητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polemitirion
|Transliteration C=polemitirion
|Beta Code=polemhth/rion
|Beta Code=polemhth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">head-quarters of a general</b>, <span class="bibl">Plb.4.71.2</span>.</span>
|Definition=τό, [[head-quarters of a general]], Plb.4.71.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie [[ὁρμητήριον]], Pol. 4, 71, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie [[ὁρμητήριον]], Pol. 4, 71, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμητήριον:''' τό [[ставка полководца]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμητήριον''': τό, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. [[ὁρμητήριον]].
|lstext='''πολεμητήριον''': τό, ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. [[ὁρμητήριον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τοποθεσία]] η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως [[ορμητήριο]] μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές [[κυρίως]] ενέργειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολεμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[οικητήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμητήριον Medium diacritics: πολεμητήριον Low diacritics: πολεμητήριον Capitals: ΠΟΛΕΜΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: polemētḗrion Transliteration B: polemētērion Transliteration C: polemitirion Beta Code: polemhth/rion

English (LSJ)

τό, head-quarters of a general, Plb.4.71.2.

German (Pape)

[Seite 653] τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.

Russian (Dvoretsky)

πολεμητήριον: τό ставка полководца Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμητήριον: τό, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁ στρατηγὸς ἐνεργεῖ πολεμικῶς, ἀρχηγεῖον, Πολύβ. 4. 71, 2· πρβλ. ὁρμητήριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. οικητήριον)].