ἐναντιώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantionymos
|Transliteration C=enantionymos
|Beta Code=e)nantiw/numos
|Beta Code=e)nantiw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having an opposite name</b>, ib.<span class="bibl">9</span>.</span>
|Definition=ἐναντιώνυμον, [[having an opposite name]], ib.9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />mat. [[que tiene la denominación contraria]] de algunos números con relación a sus partes, Nicom.<i>Ar</i>.1.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντιώνυμος''': -ον, ἔχων [[ἐναντίον]] ἢ ἀντίθετον [[ὄνομα]], Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ [[ῥῆμα]] ἐναντιωνῠμέομαι.
|lstext='''ἐναντιώνυμος''': -ον, ἔχων [[ἐναντίον]] ἢ ἀντίθετον [[ὄνομα]], Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ [[ῥῆμα]] ἐναντιωνῠμέομαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναντιώνυμος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] άρτιων και περιττών αριθμών) ο [[αριθμός]] που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως [[άρτιος]]-[[περιττός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐώνῠμος Medium diacritics: ἐναντιώνυμος Low diacritics: εναντιώνυμος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: enantiṓnymos Transliteration B: enantiōnymos Transliteration C: enantionymos Beta Code: e)nantiw/numos

English (LSJ)

ἐναντιώνυμον, having an opposite name, ib.9.

Spanish (DGE)

-ον
mat. que tiene la denominación contraria de algunos números con relación a sus partes, Nicom.Ar.1.9.

German (Pape)

[Seite 827] mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιώνυμος: -ον, ἔχων ἐναντίον ἢ ἀντίθετον ὄνομα, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ ῥῆμα ἐναντιωνῠμέομαι.

Greek Monolingual

ἐναντιώνυμος, -ον (Α)
(για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος-περιττός.