ἐπάρκεια: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eparkeia | |Transliteration C=eparkeia | ||
|Beta Code=e)pa/rkeia | |Beta Code=e)pa/rkeia | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[help]], [[support]], Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; <b class="b3">ἐ. καὶ χορηγίαι</b> ib.49.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάρκεια:''' ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάρκεια''': ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. [[ἐπαρκέω]]. | |lstext='''ἐπάρκεια''': ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. [[ἐπαρκέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐπάρκεια]]) [[επαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («[[επάρκεια]] τροφίμων»)<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]], αξιωσύνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]], [[ενίσχυση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἐπάρκειαι</i><br />τα εφόδια, οι ζωοτροφές. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, help, support, Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; ἐ. καὶ χορηγίαι ib.49.7.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάρκεια: ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρκεια: ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. ἐπαρκέω.
Greek Monolingual
η (Α ἐπάρκεια) επαρκής
νεοελλ.
1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων»)
2. ικανότητα, αξιωσύνη
αρχ.
1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση
2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι
τα εφόδια, οι ζωοτροφές.