ἀριστόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aristovoulos
|Transliteration C=aristovoulos
|Beta Code=a)risto/boulos
|Beta Code=a)risto/boulos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">best in counsel</b>, epith. of Artemis at Melite, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>22</span>, cf. <span class="bibl">Artem.2.37</span>; at Rhodes, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.54</span>:—hence Ἀριστοβου-λῐασταί, οἱ, a confraternity of her worshippers, <span class="title">IG</span>12(1).163 (Rhodes).</span>
|Definition=η, ον, [[best in counsel]], [[epithet]] of Artemis at Melite, Plu.''Them.''22, cf. Artem.2.37; at Rhodes, Porph.''Abst.''2.54:—hence [[Ἀριστοβουλιασταί]], οἱ, a confraternity of her worshippers, ''IG''12(1).163 (Rhodes).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ([[βουλή]]), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] ([[βουλή]]), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστόβουλος:''' [[подающий наилучшие советы]] (эпитет Артемиды) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστόβουλος''': -η, -ον, ὁ ἄριστα βουλευόμενός τινι, ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος [[ἱερόν]] εἰσάμενος, ἥν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος κτλ. Πλουτ. Θεμ. 22: ― Οὐσιαστ. ἀριστοβουλία, ἡ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8750.
|lstext='''ἀριστόβουλος''': -η, -ον, ὁ ἄριστα βουλευόμενός τινι, ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος [[ἱερόν]] εἰσάμενος, ἥν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος κτλ. Πλουτ. Θεμ. 22: ― Οὐσιαστ. ἀριστοβουλία, ἡ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8750.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστόβουλος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που δίνει άριστες συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]] «[[θέλω]], [[απαιτώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστόβουλος:''' -η, -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει άριστη [[γνώμη]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βουλή]]<br />[[best]]-advising, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόβουλος Medium diacritics: ἀριστόβουλος Low diacritics: αριστόβουλος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: aristóboulos Transliteration B: aristoboulos Transliteration C: aristovoulos Beta Code: a)risto/boulos

English (LSJ)

η, ον, best in counsel, epithet of Artemis at Melite, Plu.Them.22, cf. Artem.2.37; at Rhodes, Porph.Abst.2.54:—hence Ἀριστοβουλιασταί, οἱ, a confraternity of her worshippers, IG12(1).163 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 352] (βουλή), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστόβουλος: подающий наилучшие советы (эпитет Артемиды) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόβουλος: -η, -ον, ὁ ἄριστα βουλευόμενός τινι, ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν εἰσάμενος, ἥν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος κτλ. Πλουτ. Θεμ. 22: ― Οὐσιαστ. ἀριστοβουλία, ἡ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8750.

Greek Monolingual

ἀριστόβουλος, -η, -ον (Α)
αυτός που δίνει άριστες συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + βουλή < βούλομαι «θέλω, απαιτώ»].

Greek Monotonic

ἀριστόβουλος: -η, -ον (βουλή), αυτός που έχει άριστη γνώμη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

βουλή
best-advising, Plut.