μέστωμα: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mestoma
|Transliteration C=mestoma
|Beta Code=me/stwma
|Beta Code=me/stwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fullness</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>4.9</span> (pl.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[fullness]], Orac. ap. Eus.''PE''4.9 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
|lstext='''μέστωμα''': τό, [[πλήρωμα]], γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέστωμα]]) [[μεστώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μεστώνω]], [[πλήρωση]], [[γέμισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς και [[δημητριακά]]) [[ωρίμαση]], [[ωριμότητα]], [[γίνωμα]] («το [[μέστωμα]] του καλαμποκιού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφθονία]], [[πλησμονή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέστωμα Medium diacritics: μέστωμα Low diacritics: μέστωμα Capitals: ΜΕΣΤΩΜΑ
Transliteration A: méstōma Transliteration B: mestōma Transliteration C: mestoma Beta Code: me/stwma

English (LSJ)

-ατος, τό, fullness, Orac. ap. Eus.PE4.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 141] τό, Fülle, Ausfüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέστωμα: τό, πλήρωμα, γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.

Greek Monolingual

το (Α μέστωμα) μεστώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα
νεοελλ.
1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα του καλαμποκιού»)
2. μτφ. η πάχυνση
αρχ.
αφθονία, πλησμονή.