εὔσειστος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyseistos | |Transliteration C=eyseistos | ||
|Beta Code=eu)/seistos | |Beta Code=eu)/seistos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=εὔσειστον, [[liable to earthquakes]], Str.10.1.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1097.png Seite 1097]] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσειστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί<br /><b>2.</b> (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔσειστον, liable to earthquakes, Str.10.1.9.
German (Pape)
[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.