ὀλιγοδρανέων: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_6)
 
(1ba)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοδρανέων''': -έουσα. ([[δράω]], [[δραίνω]]) Ἐπιχ. μετοχ., ὁ ὀλίγα νὰ πράξῃ δυνάμενος, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Ἰλ. Ο. 246, Π. 843, Χ. 337· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.· - πρβλ. [[ὀλιγηπελέων]].
|lstext='''ὀλῐγοδρανέων''': -έουσα. ([[δράω]], [[δραίνω]]) Ἐπιχ. μετοχ., ὁ ὀλίγα νὰ πράξῃ δυνάμενος, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Ἰλ. Ο. 246, Π. 843, Χ. 337· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.· - πρβλ. [[ὀλιγηπελέων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλιγοδρᾰνέων:''' -έουσα, μτχ. [[χωρίς]] ενεστ., [[ικανός]] να πράξει [[λίγα]], [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[part]]. with no pres. in use]<br />[[able]] to do [[little]], [[feeble]], [[powerless]], Il. [from ὀλῐγοδρᾰνής]
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρανέων: -έουσα. (δράω, δραίνω) Ἐπιχ. μετοχ., ὁ ὀλίγα νὰ πράξῃ δυνάμενος, ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἰλ. Ο. 246, Π. 843, Χ. 337· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - πρβλ. ὀλιγηπελέων.

Greek Monotonic

ὀλιγοδρᾰνέων: -έουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., ικανός να πράξει λίγα, αδύναμος, ανίσχυρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

part. with no pres. in use]
able to do little, feeble, powerless, Il. [from ὀλῐγοδρᾰνής]