μυρμηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmikodis
|Transliteration C=myrmikodis
|Beta Code=murmhkw/dhs
|Beta Code=murmhkw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυρμηκοειδής]], Plu.2.458c; <b class="b3">φιλοπλουτία</b> ib.525e.</span>
|Definition=ες, = [[μυρμηκοειδής]], Plu.2.458c; [[φιλοπλουτία]] ib.525e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ες, = [[μυρμηκοειδής]], Plut. de coh. ira 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] ες, = [[μυρμηκοειδής]], Plut. de coh. ira 10.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à une fourmi]], [[de la nature des fourmis]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''μυρμηκώδης:''' [[напоминающий муравья]], [[муравьиный]] ([[φιλοπλουτία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκώδης''': -ες, = [[μυρμηκοειδής]], Πλούτ. 2. 458C, 525E· [[ὡσαύτως]] [[πλήρης]] σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.
|lstext='''μυρμηκώδης''': -ες, = [[μυρμηκοειδής]], Πλούτ. 2. 458C, 525E· [[ὡσαύτως]] [[πλήρης]] σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώδης Medium diacritics: μυρμηκώδης Low diacritics: μυρμηκώδης Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkṓdēs Transliteration B: myrmēkōdēs Transliteration C: myrmikodis Beta Code: murmhkw/dhs

English (LSJ)

ες, = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.

German (Pape)

[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

μυρμηκώδης: напоминающий муравья, муравьиный (φιλοπλουτία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.

Greek Monolingual

μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.