τεχνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technoeidis
|Transliteration C=technoeidis
|Beta Code=texnoeidh/s
|Beta Code=texnoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">artistic</b>, <span class="bibl">D.L.7.156</span>.</span>
|Definition=τεχνοειδές, [[artistic]], D.L.7.156.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.
}}
{{elru
|elrutext='''τεχνοειδής:''' подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий ([[πνεῦμα]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέχνην, [[τεχνικός]], [[πνεῦμα]] πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.
|lstext='''τεχνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέχνην, [[τεχνικός]], [[πνεῦμα]] πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τεχνοειδές</i><br />η [[τεχνική]] [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεχνικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνοειδής Medium diacritics: τεχνοειδής Low diacritics: τεχνοειδής Capitals: ΤΕΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: technoeidḗs Transliteration B: technoeidēs Transliteration C: technoeidis Beta Code: texnoeidh/s

English (LSJ)

τεχνοειδές, artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Russian (Dvoretsky)

τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].