τριβελής: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trivelis
|Transliteration C=trivelis
|Beta Code=tribelh/s
|Beta Code=tribelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three-pointed</b>, <b class="b3">δόρυ</b>, of the trident, <span class="title">APl.</span>4.215 (Phil.).</span>
|Definition=τριβελές, [[three-pointed]], [[δόρυ]], of the trident, ''APl.''4.215 (Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[à trois pointes]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς [[βέλος]] ἀντὶ [[τρίαινα]] Ἀνθ. Πλαν. 215.
|lstext='''τρῐβελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς [[βέλος]] ἀντὶ [[τρίαινα]] Ἀνθ. Πλαν. 215.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βέλος]]), [[πρβλ]]. [[οξυβελής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐβελής:''' -ές ([[βέλος]]), αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-βελής, ές [[βέλος]]<br />[[three]]-[[pointed]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[dreispitzig]]</i>, [[δόρυ]], <i>der [[Dreizack]] des [[Poseidon]]</i>, Philp. 57 (<i>Plan</i>. 215).
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριβελής Medium diacritics: τριβελής Low diacritics: τριβελής Capitals: ΤΡΙΒΕΛΗΣ
Transliteration A: tribelḗs Transliteration B: tribelēs Transliteration C: trivelis Beta Code: tribelh/s

English (LSJ)

τριβελές, three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυβελής].

Greek Monotonic

τρῐβελής: -ές (βέλος), αυτός που έχει τρεις αιχμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-βελής, ές βέλος
three-pointed, Anth.

German (Pape)

ές, dreispitzig, δόρυ, der Dreizack des Poseidon, Philp. 57 (Plan. 215).