ἐφώριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eforios
|Transliteration C=eforios
|Beta Code=e)fw/rios
|Beta Code=e)fw/rios
|Definition=ον, (ὥρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mature</b>, AP9.563 (Leon.).</span>
|Definition=ἐφώριον, ([[ὥρα]]) [[mature]], AP9.563 (Leon.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[opportun]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὥρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφώριος:''' [[созревший]], [[спелый]] (''[[sc.]]'' [[ὀπώρα]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐφώριος''': -ον, (ὥρα) [[πέπειρος]], [[ὥριμος]], Ἀνθ. Π. 9. 563.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφώριος:''' -ον ([[ὥρα]]), ώριμος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐφ-ώριος, ον [ὥρα]<br />[[mature]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφώριος Medium diacritics: ἐφώριος Low diacritics: εφώριος Capitals: ΕΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: ephṓrios Transliteration B: ephōrios Transliteration C: eforios Beta Code: e)fw/rios

English (LSJ)

ἐφώριον, (ὥρα) mature, AP9.563 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opportun.
Étymologie: ἐπί, ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφώριος: созревший, спелый (sc. ὀπώρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.

Greek Monolingual

ἐφώριος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. του ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

ἐφώριος: -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐφ-ώριος, ον [ὥρα]
mature, Anth.