ἑψητός: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(CSV import) |
|||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epsitos | |Transliteration C=epsitos | ||
|Beta Code=e(yhto/s | |Beta Code=e(yhto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑψητή, ἑψητόν,<br><span class="bld">A</span> [[boiled]], ὄξος X.''An.''2.3.14; ὕδατα Nic.''Al.''111; [[ἑψητός]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]), ὁ, [[must]], Gp.7.12.23, al.<br><span class="bld">II</span> [[ἑψητοί]], [[ῶν]], οἱ, [[small fish boiled for eating]], Ar.''V.''679, Nicopho 18, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''569a20: sg., Archipp. 16, Eub.93, Posidipp.3, ''PCair.Zen.''83.3 (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. [[ἑψητεῖς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] adj. verb. zu ἕψω, gekocht, gesotten, [[ὄξος]] Xen. An. 2, 3, 14; ὕδατα Nic. Al. 111. – Ber Arist. H. A. 6, 15 u. Ath. VII, 301 c sind οἱ ἑψητοί eine Art kleiner Fische, Back-, Bratfische; vgl. Ar. Vesp. 679. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[cuit]], [[bouilli]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἑψέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑψητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[вареный]] ([[ὄξος]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[легко разваривающийся]] ([[σῶμα]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἑψητός''': -ή, -όν, βραστός, βεβρασμένος, [[ὄξος]] Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14· ὕδατα Νικ. Ἀλεξιφ. 111. ΙΙ. ἑψητοί, ῶν, οἱ, μικροὶ ἰχθύες βραστοὶ πρὸς βρῶσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 679, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 2, Ἀθήν. 301Α-C· πρβλ. ἐπανθρακίς. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑψητός]], -ή, -ον) [[ἕψω]]<br />[[ψητός]], [[βραστός]], βρασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εψητό</i> και [[ψητό]]<br />το [[ψητό]], το [[φαγητό]] του φούρνου ή της σούβλας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑψητόν</i><br />[[φαγητό]] μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑψητὸς [[οἶνος]]» — [[γλεύκος]], [[μούστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἑψητοί</i><br />μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για [[φάγωμα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑψητός:''' -ή, -όν ([[ἕψω]]), [[βραστός]], βρασμένος, σε Ξεν.· <i>ἑψητοί</i>, <i>-ῶν</i>, <i>οἱ</i>, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἕψω]<br />[[boiled]], Xen.: ἑψητοί, ῶν, οἱ, [[boiled]] [[fish]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἑψητή, ἑψητόν,
A boiled, ὄξος X.An.2.3.14; ὕδατα Nic.Al.111; ἑψητός (sc. οἶνος), ὁ, must, Gp.7.12.23, al.
II ἑψητοί, ῶν, οἱ, small fish boiled for eating, Ar.V.679, Nicopho 18, Arist.HA569a20: sg., Archipp. 16, Eub.93, Posidipp.3, PCair.Zen.83.3 (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. ἑψητεῖς.
German (Pape)
[Seite 1132] adj. verb. zu ἕψω, gekocht, gesotten, ὄξος Xen. An. 2, 3, 14; ὕδατα Nic. Al. 111. – Ber Arist. H. A. 6, 15 u. Ath. VII, 301 c sind οἱ ἑψητοί eine Art kleiner Fische, Back-, Bratfische; vgl. Ar. Vesp. 679.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἑψέω.
Russian (Dvoretsky)
ἑψητός:
1 вареный (ὄξος Xen.);
2 легко разваривающийся (σῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητός: -ή, -όν, βραστός, βεβρασμένος, ὄξος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14· ὕδατα Νικ. Ἀλεξιφ. 111. ΙΙ. ἑψητοί, ῶν, οἱ, μικροὶ ἰχθύες βραστοὶ πρὸς βρῶσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 679, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 2, Ἀθήν. 301Α-C· πρβλ. ἐπανθρακίς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑψητός, -ή, -ον) ἕψω
ψητός, βραστός, βρασμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό
το ψητό, το φαγητό του φούρνου ή της σούβλας
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν
φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)
2. φρ. «ἑψητὸς οἶνος» — γλεύκος, μούστος
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑψητοί
μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για φάγωμα.
Greek Monotonic
ἑψητός: -ή, -όν (ἕψω), βραστός, βρασμένος, σε Ξεν.· ἑψητοί, -ῶν, οἱ, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.