καθυπερέχω: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(6_13a)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathyperecho
|Transliteration C=kathyperecho
|Beta Code=kaqupere/xw
|Beta Code=kaqupere/xw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be much superior</b>, <b class="b3">-έχων</b>, opp. <b class="b3">ἥττων</b>, Aristeas <span class="bibl">257</span>: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι <b class="b2">in</b> or <b class="b2">by</b> a thing, <span class="bibl">Plb.2.25.9</span>; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., <b class="b3">ἐξουσίαν κ</b>. <span class="bibl">Theano <span class="title">Ep.</span>5.4</span>: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.</span>
|Definition=to [[be much superior]], -έχων, opp. [[ἥττων]], Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or [[by]] a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., <b class="b3">ἐξουσίαν κ.</b> Theano ''Ep.''5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπερέχω:''' [[быть сильнее]], [[превосходить]] (τῇ [[τόλμῃ]] καὶ τῷ πλήθει Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπερέχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ [[ὑπέρτερος]], [[βίος]] ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.
|lstext='''καθυπερέχω''': μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ [[ὑπέρτερος]], [[βίος]] ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυπερέχω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπερέχω]]) [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] [[κατά]] πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπερ</i>-<i>έχω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερέχω Medium diacritics: καθυπερέχω Low diacritics: καθυπερέχω Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: kathyperéchō Transliteration B: kathyperechō Transliteration C: kathyperecho Beta Code: kaqupere/xw

English (LSJ)

to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπερέχω: быть сильнее, превосходить (τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

καθυπερέχω (AM)
(επιτατ. του υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερ-έχω].