διεσθίω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_13b)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diesthio
|Transliteration C=diesthio
|Beta Code=diesqi/w
|Beta Code=diesqi/w
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.2</span>:— <b class="b2">eat through</b>, <b class="b3">δ. τὴν μητέρα</b> (v.l. [[μήτραν]]), of young vipers, <span class="bibl">Hdt.3.109</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558a30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">consume, corrode</b>, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., <span class="bibl">D.L.5.76</span>:—Med., τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ph.2.541</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.''Mul.''1.2:—[[eat through]], <b class="b3">δ. τὴν μητέρα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[μήτραν]]), of young vipers, [[Herodotus|Hdt.]]3.109, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''558a30.<br><span class="bld">II</span> [[consume]], [[corrode]], Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. [[διέφαγον]] Hdt.3.109, Hp.<i>Mul</i>.1.2]<br /><b class="num">1</b> c. suj. animado [[devorar]] τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.<i>HA</i> 558<sup>a</sup>30, Thphr. en Ael.<i>NA</i>.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.<i>Epit.Xiph</i>.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.<i>AI</i> 10.19, ἡ [[ἄρκτος]] ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.93A<br /><b class="num">•</b>fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν <i>Corp.Herm</i>.10.20.<br /><b class="num">2</b> c. suj. inanimado [[corroer]], [[consumir]] τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.<i>VM</i> 19, cf. Dsc.<i>Eup</i>.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.<i>CP</i> 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.<i>CP</i> 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ [[ἐγκέφαλος]] ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.<i>SA</i> 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.<i>Mul</i>.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. abstr. [[corroer]], [[corromper]] τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ [[ἁμαρτία]]) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.<i>Instit</i>.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διέδομαι;<br />[[dévorer]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐσθίω]].
}}
{{pape
|ptext=([[ἐσθίω]]), <i>[[durchfressen]]</i>; Ael. <i>H.A</i>. 15.16; Plut.; übertragen, [[φθόνος]] πάντα, <i>[[verzehren]]</i>, DL. 5.76; πρὶν ἂν διαφάγῃ Her. 3.109.
}}
{{elru
|elrutext='''διεσθίω:''' (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)<br /><b class="num">1</b> [[проедать]], [[разъедать]] (τι Her., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[пожирать]], [[уничтожать]] (ὁ τὰ πάντα διεσθίων [[φθόνος]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεσθίω''': μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -[[τρώγω]] ἐντελῶς, [[κατατρώγω]], δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. [[καταναλίσκω]], [[κατατρώγω]], Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.
|lstext='''διεσθίω''': μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -[[τρώγω]] ἐντελῶς, [[κατατρώγω]], δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. [[καταναλίσκω]], [[κατατρώγω]], Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.
}}
{{grml
|mltxt=[[διεσθίω]] (Α) [[εσθίω]]<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] εντελώς, [[κατατρώγω]]<br /><b>2.</b> [[φθείρω]], [[καταναλώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>διέφᾰγον</i>, κατατρώω· <i>δ. τὴν [[μητέρα]]</i> (<i>βλ</i>. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον<br />to eat [[through]], δ. τὴν μήτραν, of [[young]] vipers, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 21:47, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεσθίω Medium diacritics: διεσθίω Low diacritics: διεσθίω Capitals: ΔΙΕΣΘΙΩ
Transliteration A: diesthíō Transliteration B: diesthiō Transliteration C: diesthio Beta Code: diesqi/w

English (LSJ)

A fut. -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:—eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30.
II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.

French (Bailly abrégé)

f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.

German (Pape)

(ἐσθίω), durchfressen; Ael. H.A. 15.16; Plut.; übertragen, φθόνος πάντα, verzehren, DL. 5.76; πρὶν ἂν διαφάγῃ Her. 3.109.

Russian (Dvoretsky)

διεσθίω: (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)
1 проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);
2 пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων φθόνος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.

Greek Monolingual

διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.

Greek Monotonic

διεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ διέφᾰγον, κατατρώω· δ. τὴν μητέρα (βλ. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον
to eat through, δ. τὴν μήτραν, of young vipers, Hdt.