ἀπέχθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_14)
(CSV import)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apechthomai
|Transliteration C=apechthomai
|Beta Code=a)pe/xqomai
|Beta Code=a)pe/xqomai
|Definition=later form of <b class="b3">ἀπεχθάνομαι</b>, <span class="bibl">Theoc.7.45</span>, Lyc.116, <span class="title">AP</span>5.176 (Mel.), <span class="bibl">Plu. <span class="title">Marc.</span>22</span>, etc.; for in <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1260</span> <b class="b3">ἐπάχθομαι</b> is the better reading; and the inf. <b class="b3">ἀπέχθεσθαι</b> freq. found in codd. should be written <b class="b3">ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι</b>.
|Definition=later form of [[ἀπεχθάνομαι]], Theoc.7.45, Lyc.116, ''AP''5.176 (Mel.), Plu. ''Marc.''22, etc.; for in E.''Hipp.''1260 [[ἐπάχθομαι]] is the better reading; and the inf. [[ἀπέχθεσθαι]] freq. found in codd. should be written <b class="b3">ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι</b>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. act. tard. ἀπέχθων <i>SB</i> 8421.3 (I a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[ser odioso]] c. dat. agente μοὶ καὶ τέκτων μέγ' ἀπέχθεται Theoc.7.45, cf. Lyc.116, <i>AP</i> 5.177 (Mel.), Plu.<i>Marc</i>.22, Luc.<i>Tox</i>.51<br /><b class="num"></b>abs. ἀπηχθόμην me hice odioso</i> Archil.141.<br /><b class="num">2</b> en v. act. [[odiar]] μακρὰς ... [[ἀμβολάς]] <i>SB</i> [[l.c.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] s. [[ἀπεχθάνομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] s. [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθομαι:''' Theocr., Plut., Anth. = [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἀπέχθομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]] κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: [[καθότι]] τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς [[ἐπάχθομαι]], καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ [[ἀπεχθάνομαι]], ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπέχθομαι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απεχθάνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. βʹ του [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[in odium venire]]'', to [[incur hatred]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.75.4/ 1.75.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.76.1/ 1.76.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ἀπήχθεσθαε] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.136.1/ 8.136.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.63.1/ 2.63.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:44, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέχθομαι Medium diacritics: ἀπέχθομαι Low diacritics: απέχθομαι Capitals: ΑΠΕΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: apéchthomai Transliteration B: apechthomai Transliteration C: apechthomai Beta Code: a)pe/xqomai

English (LSJ)

later form of ἀπεχθάνομαι, Theoc.7.45, Lyc.116, AP5.176 (Mel.), Plu. Marc.22, etc.; for in E.Hipp.1260 ἐπάχθομαι is the better reading; and the inf. ἀπέχθεσθαι freq. found in codd. should be written ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. act. tard. ἀπέχθων SB 8421.3 (I a.C.)]
1 ser odioso c. dat. agente μοὶ καὶ τέκτων μέγ' ἀπέχθεται Theoc.7.45, cf. Lyc.116, AP 5.177 (Mel.), Plu.Marc.22, Luc.Tox.51
abs. ἀπηχθόμην me hice odioso Archil.141.
2 en v. act. odiar μακρὰς ... ἀμβολάς SB l.c.

German (Pape)

[Seite 289] s. ἀπεχθάνομαι.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθομαι: Theocr., Plut., Anth. = ἀπεχθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀπεχθάνομαι κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: καθότι τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς ἐπάχθομαι, καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, ὅπερ εἶναι ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἀπέχθομαι (Α)
βλ. απεχθάνομαι.

Greek Monotonic

ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος του ἀπεχθάνομαι, σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. ἀπέχθεσθαι, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο ἀπεχθέσθαι, απαρ. του ἀπηχθόμην, αόρ. βʹ του ἀπεχθάνομαι.

Middle Liddell

to be hated, incur hatred

Lexicon Thucydideum

in odium venire, to incur hatred, 1.75.4, 1.76.1, [vulgo commonly ἀπήχθεσθαε] 8.136.1, 2.63.1.