ἡγεμονίς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igemonis | |Transliteration C=igemonis | ||
|Beta Code=h(gemoni/s | |Beta Code=h(gemoni/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, fem. of <b class="b3"> | |Definition=-ίδος, ἡ, fem. of [[ἡγεμών]], [[imperial]], πόλεις Str.8.6.10, cf. ''CIG''2721 (Stratonicea); γῆ App.''BC''2.65: metaph., <b class="b3">δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ.</b> Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] ίδος, ἡ, fem. zu [[ἡγεμών]], Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., [[πόλις]] Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡγεμονίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἡγεμών]], ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, [[πόλις]], Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡγεμονίς]], ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ἡγεμών]])<br /><b>1.</b> αυτή που άρχει, πρώτη, [[κυρίαρχος]], προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που [[είναι]] πρώτη («[[δικαιοσύνη]] ἡ ἐν ἀρεταῖς [[ἡγεμονίς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. και σπάνιο παράγ. του <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, fem. of ἡγεμών, imperial, πόλεις Str.8.6.10, cf. CIG2721 (Stratonicea); γῆ App.BC2.65: metaph., δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ. Ph.2.5; αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24.
German (Pape)
[Seite 1150] ίδος, ἡ, fem. zu ἡγεμών, Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., πόλις Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἡγεμών, ἡγεμονική, ἄρχουσα, πρώτη, κυρίαρχος, πόλις, Στράβων 372, Συλλ. Ἐπιγρ. 2721· γῆ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 65.
Greek Monolingual
ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α)
(θηλ. του ἡγεμών)
1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.)
2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡγεμονίς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].