μναστήρ: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_15) |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mnastir | |Transliteration C=mnastir | ||
|Beta Code=mnasth/r | |Beta Code=mnasth/r | ||
|Definition=μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, | |Definition=μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, v. [[μνᾶ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μναστήρ''': ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ [[μνηστήρ]]. | |lstext='''μναστήρ''': ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ [[μνηστήρ]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br /> <b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16) <br /> <b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (''[[sc.]]'' [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μναστήρ]], ο, θηλ. μνάστειρα (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μνηστήρας]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μναστήρ:''' ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί <i>μνηστ-</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 30 November 2022
English (LSJ)
μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, v. μνᾶ.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, u. μνάστειρα, ἡ, dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.
Greek (Liddell-Scott)
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ μνηστήρ.
English (Slater)
μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)
a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with (N. 1.16)
b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
Greek Monolingual
μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας.
Greek Monotonic
μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.