ἡμεράλωψ: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imeralops
|Transliteration C=imeralops
|Beta Code=h(mera/lwy
|Beta Code=h(mera/lwy
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ὁ, ἡ</b>, the contrary of <b class="b3">νυκτάλωψ</b> (q. v.), Gal.14.768 (from Dem. Ophth., cf. Simon. Jan. s.v. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">nictilopa</b>).</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, ἡ, [[hemeralops]]. Opposite [[nyctalops]].
}}
{{ls
|lstext='''ἡμεράλωψ''': ὁ, ἡ, ἀντιθ. [[νυκτάλωψ]], ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ημεράλωψ]])<br />αυτός που πάσχει από [[ημεραλωπία]], αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη [[στιγμή]] που το φως της ημέρας ελαττώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>αλ</i>- κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωψ</i> «[[βλέμμα]], [[πρόσωπο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεράλωψ Medium diacritics: ἡμεράλωψ Low diacritics: ημεράλωψ Capitals: ΗΜΕΡΑΛΩΨ
Transliteration A: hēmerálōps Transliteration B: hēmeralōps Transliteration C: imeralops Beta Code: h(mera/lwy

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, ἡ, hemeralops. Opposite nyctalops.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεράλωψ: ὁ, ἡ, ἀντιθ. νυκτάλωψ, ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768.

Greek Monolingual

ο, η (Α ημεράλωψ)
αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + παρέκταση -αλ- κατ' αναλογία προς το νυκτ-άλ-ωψ + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)].