ἡμεράλωψ: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imeralops | |Transliteration C=imeralops | ||
|Beta Code=h(mera/lwy | |Beta Code=h(mera/lwy | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ὁ, ἡ, [[hemeralops]]. Opposite [[nyctalops]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡμεράλωψ''': ὁ, ἡ, ἀντιθ. [[νυκτάλωψ]], ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[ημεράλωψ]])<br />αυτός που πάσχει από [[ημεραλωπία]], αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη [[στιγμή]] που το φως της ημέρας ελαττώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>αλ</i>- κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωψ</i> «[[βλέμμα]], [[πρόσωπο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, ἡ, hemeralops. Opposite nyctalops.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεράλωψ: ὁ, ἡ, ἀντιθ. νυκτάλωψ, ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768.
Greek Monolingual
ο, η (Α ημεράλωψ)
αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + παρέκταση -αλ- κατ' αναλογία προς το νυκτ-άλ-ωψ + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)].