λοισθήιος: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_16) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοισθήιος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[λοίσθιος]], [[λοῖσθος]], Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ [[ἄεθλον]], «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον [[ἔπαθλον]] ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· [[ὡσαύτως]] πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) [[αὐτόθι]] 751. | |lstext='''λοισθήιος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ [[λοίσθιος]], [[λοῖσθος]], Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ [[ἄεθλον]], «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον [[ἔπαθλον]] ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· [[ὡσαύτως]] πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) [[αὐτόθι]] 751. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[λοῖσθος]]): [[for]] the [[last]] in the [[race]], only of prizes, [[ἄεθλον]]; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, [[δευτερεῖα]]), [[prize]] [[for]] the [[last]], Il. 23.751. (Il.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοισθήϊος]], -ον (Α) [[λοίσθος]] (I)<br />αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή [[είναι]] προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' [[ἄεθλον]]» — πήρε το τελευταίο [[βραβείο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λοισθήιος]], ον [epic for [[λοίσθιος]]<br />λοισθήιον [[ἄεθλον]] the [[prize]] for the [[last]] in the [[race]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:48, 19 January 2024
Greek (Liddell-Scott)
λοισθήιος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ λοίσθιος, λοῖσθος, Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ ἄεθλον, «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον ἔπαθλον ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· ὡσαύτως πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) αὐτόθι 751.
English (Autenrieth)
(λοῖσθος): for the last in the race, only of prizes, ἄεθλον; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, δευτερεῖα), prize for the last, Il. 23.751. (Il.)
Greek Monolingual
λοισθήϊος, -ον (Α) λοίσθος (I)
αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον» — πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.).
Middle Liddell
λοισθήιος, ον [epic for λοίσθιος
λοισθήιον ἄεθλον the prize for the last in the race, Il.