λοξοκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loksokinitos | |Transliteration C=loksokinitos | ||
|Beta Code=locoki/nhtos | |Beta Code=locoki/nhtos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ον, [[moving athwart]], <b class="b3">λ. κύκλος</b> [[the ecliptic]], Sch. Hes.''Op.''381 (p.208 G.) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξοκίνητος''': -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. [[κύκλος]], ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381. | |lstext='''λοξοκίνητος''': -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. [[κύκλος]], ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοξοκίνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κινείται πλαγίως («[[λοξοκίνητος]] [[κύκλος]]» — η εκλειπτική).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. [[αυτοκίνητος]], [[βραδυκίνητος]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich [[schief]], [[schräg]] [[bewegend]], Schol. Hes. O</i>. 381. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ον, moving athwart, λ. κύκλος the ecliptic, Sch. Hes.Op.381 (p.208 G.)
Greek (Liddell-Scott)
λοξοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381.
Greek Monolingual
λοξοκίνητος, -ον (Μ)
αυτός που κινείται πλαγίως («λοξοκίνητος κύκλος» — η εκλειπτική).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. αυτοκίνητος, βραδυκίνητος].