νεκροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nekroforos
|Transliteration C=nekroforos
|Beta Code=nekrofo/ros
|Beta Code=nekrofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">burying corpses, burying the dead</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span> 9</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=νεκροφόρον, [[burying corpses]], [[burying the dead]], Plu.''Cat.Ma.'' 9, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui transporte un mort <i>ou</i> des morts pour la sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροφόρος:''' [[выносящий мертвецов для погребения]], [[хоронящий покойников]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροφόρος''': -ον, ὁ, ἐκφέρων, θάπτων τοὺς νεκρούς, Λατ. vespillo, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9.
|lstext='''νεκροφόρος''': -ον, ὁ, ἐκφέρων, θάπτων τοὺς νεκρούς, Λατ. vespillo, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[νεκροφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[νεκροφόρα]]<br />ειδικά διαρρυθμισμένο [[αυτοκίνητο]] ή [[άμαξα]] για [[μεταφορά]] [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων που εναποθέτουν τα αβγά τους σε πτώματα μικρών ζώων, τα οποία και, μερικές φορές, θάβουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον τάφο και τους θάβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που θάβει τους νεκρούς, σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεκρο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />burying the [[dead]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροφόρος Medium diacritics: νεκροφόρος Low diacritics: νεκροφόρος Capitals: ΝΕΚΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nekrophóros Transliteration B: nekrophoros Transliteration C: nekroforos Beta Code: nekrofo/ros

English (LSJ)

νεκροφόρον, burying corpses, burying the dead, Plu.Cat.Ma. 9, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 238] Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte un mort ou des morts pour la sépulture.
Étymologie: νεκρός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

νεκροφόρος: выносящий мертвецов для погребения, хоронящий покойников Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόρος: -ον, ὁ, ἐκφέρων, θάπτων τοὺς νεκρούς, Λατ. vespillo, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νεκροφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η νεκροφόρα
ειδικά διαρρυθμισμένο αυτοκίνητο ή άμαξα για μεταφορά νεκρών
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που εναποθέτουν τα αβγά τους σε πτώματα μικρών ζώων, τα οποία και, μερικές φορές, θάβουν
μσν.-αρχ.
αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον τάφο και τους θάβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόρος].

Greek Monotonic

νεκροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που θάβει τους νεκρούς, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νεκρο-φόρος, ον φέρω
burying the dead, Polyb.