δειπνητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deipnitis
|Transliteration C=deipnitis
|Beta Code=deipnhth/s
|Beta Code=deipnhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">diner, guest</b>, <span class="bibl">Plb.3.57.7</span>.</span>
|Definition=δειπνητοῦ, ὁ, [[diner]], [[guest]], Plb.3.57.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[comensal]] (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de [[δειπνητός]] 2), δ.· cenator</i>, <i>Gloss</i>.2.267.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0540.png Seite 540]] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0540.png Seite 540]] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''δειπνητής:''' οῦ ὁ [[сотрапезник]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειπνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, [[συνδαιτυμών]], [[σύνδειπνος]], [[ὁμοτράπεζος]], Πολύβ. 3. 57, 7.
|lstext='''δειπνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, [[συνδαιτυμών]], [[σύνδειπνος]], [[ὁμοτράπεζος]], Πολύβ. 3. 57, 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[δειπνητής]], ο (Α) [[δειπνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που παραθέτει [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> ο καλεσμένος σε [[δείπνο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνητής Medium diacritics: δειπνητής Low diacritics: δειπνητής Capitals: ΔΕΙΠΝΗΤΗΣ
Transliteration A: deipnētḗs Transliteration B: deipnētēs Transliteration C: deipnitis Beta Code: deipnhth/s

English (LSJ)

δειπνητοῦ, ὁ, diner, guest, Plb.3.57.7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
comensal (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2), δ.· cenator, Gloss.2.267.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.

Russian (Dvoretsky)

δειπνητής: οῦ ὁ сотрапезник Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.

Greek Monolingual

δειπνητής, ο (Α) δειπνώ
1. αυτός που παραθέτει δείπνο
2. ο καλεσμένος σε δείπνο.