ἐπιμελητέον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimeliteon | |Transliteration C=epimeliteon | ||
|Beta Code=e)pimelhte/on | |Beta Code=e)pimelhte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must take care of]], [[pay attention]], ἐ. ὅπως… [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 618c; τινός [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.28; περί τι Arist.''Pol.''1334b31. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμελητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· [[περί]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1. | |lstext='''ἐπιμελητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· [[περί]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐπιμελέομαι]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
one must take care of, pay attention, ἐ. ὅπως… Pl.R. 618c; τινός X.Mem.2.1.28; περί τι Arist.Pol.1334b31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· περί τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.
Greek Monotonic
ἐπιμελητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιμελέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.