ποδεῖον: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6_21) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podeion | |Transliteration C=podeion | ||
|Beta Code=podei=on | |Beta Code=podei=on | ||
|Definition=τό, (πούς) | |Definition=τό, ([[πούς]]) [[sock]] or [[legging]], [[puttee]] (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.''Can.''128): in plural, Critias''Fr.''65D., Crates Com.34, ''IG''22.1425.402, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. [[l.c.]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: written [[πόδειον]] in Phot., codd. [[Theophrastus|Thphr.]] l.c.; ποδέων ζεύγη ''PCair.Zen.''778.5(iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποδεῖον''': τό, (ποὺς) = πελλαστή, [[ἐνείλημα]] ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ [[τύπος]] πόδειον παρὰ Φωτ. [[εἶναι]] [[πλημμελής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, [[ἤγουν]] φασκίας». | |lstext='''ποδεῖον''': τό, (ποὺς) = πελλαστή, [[ἐνείλημα]] ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ [[τύπος]] πόδειον παρὰ Φωτ. [[εἶναι]] [[πλημμελής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, [[ἤγουν]] φασκίας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πόδειον]], τὸ, Α<br />[[ταινία]] [[γύρω]] από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i>]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποδεῖον of πόδειον -ου, τό [πούς] schoeisel; ook plur.. Critias B 65. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 2 November 2024
English (LSJ)
τό, (πούς) sock or legging, puttee (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128): in plural, CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr. HP 7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr. l.c.; ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 642] od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ποδεῖον: τό, (ποὺς) = πελλαστή, ἐνείλημα ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ τύπος πόδειον παρὰ Φωτ. εἶναι πλημμελής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας».
Greek Monolingual
και πόδειον, τὸ, Α
ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδεῖον of πόδειον -ου, τό [πούς] schoeisel; ook plur.. Critias B 65.