νηπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nipiazo
|Transliteration C=nipiazo
|Beta Code=nhpia/zw
|Beta Code=nhpia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be as a babe, childish</b>, Erinn.in <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1090.55</span> + <span class="bibl">15</span> (p.xii), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>14.20</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>12.4</span>.</span>
|Definition=to [[be as a babe]], [[childish]], Erinn.in ''PSI''9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.''Ep.''17, ''1 Ep.Cor.''14.20, Porph.''Gaur.''12.4.
}}
{{pape
|ptext== [[νηπιαχεύω]], Hippocr., Hesych. erkl. νηπιάζεται durch μωραίνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάζω:''' [[быть как дети]], [[уподобляться младенцам]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιάζω''': τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.
|lstext='''νηπιάζω''': τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[νήπιος]]; to [[act]] as a [[babe]], i.e. ([[figuratively]]) [[innocently]]: be a [[child]].
}}
{{Thayer
|txtha=(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); ([[νήπιος]], [[which]] [[see]]); to be a [[babe]] ([[infant]]): [[Hippocrates]]; ecclesiastical writings.)
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νηπιάζω]]) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, [[παιδιαρίζω]], [[ανοηταίνω]], μωραίνομαι<br /><b>2.</b> έχω την [[απλότητα]], την [[αθωότητα]] νηπίου, μικρού παιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως [[νήπιο]] («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)<br /><b>2.</b> (για χριστιανό) [[εισέρχομαι]] για πρώτη [[φορά]] στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nhpi£zw 尼披阿索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(反-說)<br />'''字義溯源''':言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自([[νήπιος]])=不能說話的),由([[νή]])X*=不)與([[ἔπος]])=話語)組成,而 ([[ἔπος]])出自([[λέγω]])*=講)。參讀 ([[νήπιος]])同源字參讀 ([[βρέφος]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 嬰孩(1) 林前14:20
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=être un enfant (très jeune enfant)<br>[[νήπιος]]
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐάζω Medium diacritics: νηπιάζω Low diacritics: νηπιάζω Capitals: ΝΗΠΙΑΖΩ
Transliteration A: nēpiázō Transliteration B: nēpiazō Transliteration C: nipiazo Beta Code: nhpia/zw

English (LSJ)

to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.

German (Pape)

νηπιαχεύω, Hippocr., Hesych. erkl. νηπιάζεται durch μωραίνεται.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάζω: быть как дети, уподобляться младенцам NT.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.

English (Strong)

from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.

English (Thayer)

(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.

Chinese

原文音譯:nhpi£zw 尼披阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(反-說)
字義溯源:言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自(νήπιος)=不能說話的),由(νή)X*=不)與(ἔπος)=話語)組成,而 (ἔπος)出自(λέγω)*=講)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (βρέφος)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 嬰孩(1) 林前14:20

French (New Testament)

être un enfant (très jeune enfant)
νήπιος