θηρομιγής: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(CSV import) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiromigis | |Transliteration C=thiromigis | ||
|Beta Code=qhromigh/s | |Beta Code=qhromigh/s | ||
|Definition= | |Definition=θηρομιγές, [[half-beast]], <b class="b3">φῦλα θ.</b>, of centaurs, Opp.''C.''2.6; <b class="b3">θ. τις ὠρυγή</b> a cry [[as of beasts]], Plu.''Mar.'' 20. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] ές, = [[θηριομιγής]]; φῦλα, von den Centauren, Opp. C. 2, 6; [[ὠρυγή]] Plut. Mar. 20, verworrenes Geheul von wilden Tieren. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui tient de la nature des bêtes sauvages]].<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηρομῐγής:''' [[полузвериный]], [[звероподобный]] ([[ὠρυγή]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θηρομῐγής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ [[θηρίον]], φῦλα θηρ., περὶ τῶν Κενταύρων, Ὀππ. Κυν. 2. 6· - θηρ. τις [[ὠρυγή]], κραυγὴ ὡς ἡ τῶν θηρίων, Πλούτ. Μαρ. 30. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηρομιγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Κενταύρους) αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[θηρίο]]<br /><b>2.</b> όμοιος με τών θηρίων («[[θηρομιγής]] [[ὠρυγή]]» — [[κραυγή]] που μοιάζει με αυτήν του θηρίου, <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] ([[πρβλ]]. [[αμιγής]], [[συμμιγής]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηρομῐγής:''' -ές ([[μίγνυμι]]), αυτός που είναι κατά το ήμισυ ζώο· [[θηρομιγής]] τις [[ὠρυγή]], [[κραυγή]] όμοια με αυτή των ζώων, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-μῐγής, ές [[μίγνυμι]]<br />[[half]]-[[beast]], θηρ. τις [[ὠρυγή]] a cry as of beasts, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:30, 27 October 2023
English (LSJ)
θηρομιγές, half-beast, φῦλα θ., of centaurs, Opp.C.2.6; θ. τις ὠρυγή a cry as of beasts, Plu.Mar. 20.
German (Pape)
[Seite 1210] ές, = θηριομιγής; φῦλα, von den Centauren, Opp. C. 2, 6; ὠρυγή Plut. Mar. 20, verworrenes Geheul von wilden Tieren.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tient de la nature des bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
θηρομῐγής: полузвериный, звероподобный (ὠρυγή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θηρίον, φῦλα θηρ., περὶ τῶν Κενταύρων, Ὀππ. Κυν. 2. 6· - θηρ. τις ὠρυγή, κραυγὴ ὡς ἡ τῶν θηρίων, Πλούτ. Μαρ. 30.
Greek Monolingual
θηρομιγής, -ές (Α)
1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο
2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» — κραυγή που μοιάζει με αυτήν του θηρίου, Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -μιγής (πρβλ. αμιγής, συμμιγής)].
Greek Monotonic
θηρομῐγής: -ές (μίγνυμι), αυτός που είναι κατά το ήμισυ ζώο· θηρομιγής τις ὠρυγή, κραυγή όμοια με αυτή των ζώων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
θηρο-μῐγής, ές μίγνυμι
half-beast, θηρ. τις ὠρυγή a cry as of beasts, Plut.