ἴγδισμα: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igdisma
|Transliteration C=igdisma
|Beta Code=i)/gdisma
|Beta Code=i)/gdisma
|Definition=ατος, τό, (from <b class="b3">ἰγδίζω</b>, which is not found) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pounding</b>: hence, <b class="b2">a dance, in which the loins were moved like a pestle</b>, EM464.51, Suid.</span>
|Definition=-ατος, τό, (from [[ἰγδίζω]], which is not found) [[pounding]]: hence, a [[dance]], [[in which the loins were moved like a pestle]], EM464.51, Suid.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] τό, das Stoßen im Mörser. Nach E. M. ein von seinem Stampfen benannter Tanz.
}}
{{ls
|lstext='''ἴγδισμα''': τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - [[εἶδος]] ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «[[εἶδος]] ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἴγδισμα]], [[λύγισμα]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴγδισμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού [[κατά]] τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν [[συνεχώς]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο στην αρχ. [[ιγδίζω]] «[[κοπανώ]] με το [[γουδί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴγδισμα Medium diacritics: ἴγδισμα Low diacritics: ίγδισμα Capitals: ΙΓΔΙΣΜΑ
Transliteration A: ígdisma Transliteration B: igdisma Transliteration C: igdisma Beta Code: i)/gdisma

English (LSJ)

-ατος, τό, (from ἰγδίζω, which is not found) pounding: hence, a dance, in which the loins were moved like a pestle, EM464.51, Suid.

German (Pape)

[Seite 1235] τό, das Stoßen im Mörser. Nach E. M. ein von seinem Stampfen benannter Tanz.

Greek (Liddell-Scott)

ἴγδισμα: τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - εἶδος ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «εἶδος ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - Κατὰ Σουΐδ.: «ἴγδισμα, λύγισμα».

Greek Monolingual

ἴγδισμα, τὸ (Α)
1. κοπάνισμα
2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»].