κορυδαλός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κορυδαλλός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κορυδαλλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κορύδαλος]], ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και [[κορύδαλος]], Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) [[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική [[κατάταξη]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] alarididae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόρυδος]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ] = [[κορυδαλλός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 24 November 2022
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κορυδαλλός.
Greek Monolingual
και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].
German (Pape)
[ᾱ] = κορυδαλλός.