μεσαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(Bailly1_3)
 
m (pape replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>Cp. de</i> [[μέσος]].
|btext=α, ον :<br /><i>Cp. de</i> [[μέσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσαίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />συγκριτ. τ. του [[μέσος]] (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῦ μέσου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>μεσος</i> (για τη [[μορφή]] <i>μεσαι</i><br /><b>βλ.</b> <i>μεσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[παλαίτερος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαίτερος:''' compar. к [[μέσος]].
}}
{{pape
|ptext=kompar. zu [[μέσος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de μέσος.

Greek Monolingual

μεσαίτερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. τ. του μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῦ μέσου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι
βλ. μεσο-) + κατάλ. συγκρ. -τερος (πρβλ. παλαίτερος)].

Russian (Dvoretsky)

μεσαίτερος: compar. к μέσος.

German (Pape)

kompar. zu μέσος.