ἐργάθω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
(Bailly1_2)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. *εἰργάθω.
|btext=v. *εἰργάθω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐργάθω]] και ἐργαθῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]], [[αποκόπτω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[είργω]] που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το [[γεγονός]] αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. <i>εέργαθεν</i> καί <i>ειργαθείν</i> ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του [[είργω]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1019] u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάθω.

French (Bailly abrégé)

v. *εἰργάθω.

Greek Monolingual

ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)
1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του είργω].