ἰσοϋψής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoypsis
|Transliteration C=isoypsis
|Beta Code=i)sou+yh/s
|Beta Code=i)sou+yh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of equal height</b>, <span class="bibl">Euc.11.34</span>,al.; <b class="b3">τείχει, νεῷ</b>, <span class="bibl">Plb.8.4.4</span>, <span class="bibl">Str.17.1.28</span>:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.</span>
|Definition=ἰσοϋψές, [[of equal height]], Euc.11.34,al.; [[τείχει]], [[νεῷ]], Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also [[ἰσόϋψος]], ον, Gal.18(1).757.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοϋψής:''' [[столь же высокий]], [[равный по высоте]] ([[κλῖμαξ]] ἰ. τῷ τείχει Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ἰσοϋψής''': -ές, ἔχων ἴσον [[ὕψος]], κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ἰσοϋψής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον [[άλλο]] («ισοϋψή δένδρα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «ισοϋψή [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] [[απόσταση]] από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο [[υψόμετρο]]<br />2) «[[ισοϋψής]] [[καμπύλη]]» — [[καμπύλη]] που σε έναν τοπογραφικό [[χάρτη]] ή σε [[διάγραμμα]] ενώνει τα [[σημεία]] τα οποία έχουν το ίδιο [[υψόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ύψος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοϋψής Medium diacritics: ἰσοϋψής Low diacritics: ισοϋψής Capitals: ΙΣΟΫΨΗΣ
Transliteration A: isoüpsḗs Transliteration B: isoupsēs Transliteration C: isoypsis Beta Code: i)sou+yh/s

English (LSJ)

ἰσοϋψές, of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσόϋψος, ον, Gal.18(1).757.

German (Pape)

[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].