ἰσχιαδικός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischiadikos | |Transliteration C=ischiadikos | ||
|Beta Code=i)sxiadiko/s | |Beta Code=i)sxiadiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχιαδική, ἰσχιαδικόν, ([[ἰσχίον]])<br><span class="bld">A</span> [[of the hips]], φθίσις Hp.''Coac.''140.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[subject to sciatica]], Dsc.1.30.6, Gal.13.986.<br><span class="bld">III</span> [[good for sciatica]], ἐπίπλασμα Dsc.2.174 (as v.l.), cf. Gal.l.c. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσχιᾰδικός:''' [[ἰσχιάς]]<br /><b class="num">1</b> [[бедренный]], [[седалищный]] (dolores Plin.);<br /><b class="num">2</b> [[страдающий от боли в седалищном нерве]] Plin. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσχιᾰδικός''': ἡ, όν, ([[ἰσχίον]]) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, [[φθίσις]] Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, [[ἐπίπλασμα]] Διοσκ.. 2. 205. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιαδικός]], -ή, -όν) [[ισχιάς]]<br />αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[ισχιαλγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] της ισχιαλγίας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσχιαδική, ἰσχιαδικόν, (ἰσχίον)
A of the hips, φθίσις Hp.Coac.140.
II of persons, subject to sciatica, Dsc.1.30.6, Gal.13.986.
III good for sciatica, ἐπίπλασμα Dsc.2.174 (as v.l.), cf. Gal.l.c.
German (Pape)
[Seite 1272] an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχιᾰδικός: ἰσχιάς
1 бедренный, седалищный (dolores Plin.);
2 страдающий от боли в седалищном нерве Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιᾰδικός: ἡ, όν, (ἰσχίον) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, φθίσις Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, ἐπίπλασμα Διοσκ.. 2. 205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιαδικός, -ή, -όν) ισχιάς
αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία
2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία της ισχιαλγίας.