προπομπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propompeyo
|Transliteration C=propompeyo
|Beta Code=propompeu/w
|Beta Code=propompeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">go before in a procession</b>, <span class="bibl">Posidon.36</span> J.; βοΐ ἀξίᾳ τῆς θεοῦ <span class="title">Inscr.Prien.</span>109.215 (ii B.C.); τινος <b class="b2">before</b> him or it, Plu.2.365b, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Merc.Cond.</span>25</span>, <span class="bibl">Hdn.5.6.8</span>; Ἡλίου <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.154b</span>: abs., <span class="bibl">Hdn.2.8.6</span>; τὸν θεόν <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1381.19</span>(ii A.D.): metaph., πρό τινος <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Myst.</span>2.4</span>.</span>
|Definition=[[go before in a procession]], Posidon.36 J.; βοΐ ἀξίᾳ τῆς θεοῦ ''Inscr.Prien.''109.215 (ii B.C.); τινος [[before]] him or it, Plu.2.365b, Luc. ''Merc.Cond.''25, Hdn.5.6.8; Ἡλίου Jul.''Or.''4.154b: abs., Hdn.2.8.6; τὸν θεόν ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1381.19(ii A.D.): metaph., πρό τινος Iamb. ''Myst.''2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> marcher en tête d'une procession ; <i>en gén.</i> marcher en tête, former l'avant-garde;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> accompagner <i>ou</i> escorter processionnellement ; <i>en gén.</i> [[accompagner]], [[faire cortège]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πομπεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προπομπεύω [προπομπή] [[in processie begeleiden]].
}}
{{elru
|elrutext='''προπομπεύω:''' [[идти во главе шествия]], [[предшествовать]] (τινός Luc., Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προπορεύομαι]] σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον με [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον για [[παροχή]] προστασίας και για λόγους ευγενείας<br /><b>4.</b> [[θριαμβεύω]], στέφομαι με [[λαμπρή]] [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πομπεύω]] «[[συνοδεύω]] ως [[πομπός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπομπεύω:''' ([[προπομπός]]), μέλ. <i>-σω</i>, αυτός που βαδίζει από [[πριν]], προπορεύεται σε μια [[πομπή]], <i>τινός</i> [[πριν]] από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπομπεύω''': προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) [[φέρω]] τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.
|lstext='''προπομπεύω''': προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) [[φέρω]] τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> marcher en tête d’une procession ; <i>en gén.</i> marcher en tête, former l’avant-garde;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> accompagner <i>ou</i> escorter processionnellement ; <i>en gén.</i> accompagner, faire cortège.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πομπεύω]].
|mdlsjtxt=fut. σω [[προπομπός]]<br />to go [[before]] in a [[procession]], τινός [[before]] him or it, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπομπεύω Medium diacritics: προπομπεύω Low diacritics: προπομπεύω Capitals: ΠΡΟΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: propompeúō Transliteration B: propompeuō Transliteration C: propompeyo Beta Code: propompeu/w

English (LSJ)

go before in a procession, Posidon.36 J.; βοΐ ἀξίᾳ τῆς θεοῦ Inscr.Prien.109.215 (ii B.C.); τινος before him or it, Plu.2.365b, Luc. Merc.Cond.25, Hdn.5.6.8; Ἡλίου Jul.Or.4.154b: abs., Hdn.2.8.6; τὸν θεόν POxy.1381.19(ii A.D.): metaph., πρό τινος Iamb. Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 741] bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 intr. marcher en tête d'une procession ; en gén. marcher en tête, former l'avant-garde;
2 tr. accompagner ou escorter processionnellement ; en gén. accompagner, faire cortège.
Étymologie: πρό, πομπεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.

Russian (Dvoretsky)

προπομπεύω: идти во главе шествия, предшествовать (τινός Luc., Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. προπορεύομαι σε πομπή
2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή
3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας
4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»].

Greek Monotonic

προπομπεύω: (προπομπός), μέλ. -σω, αυτός που βαδίζει από πριν, προπορεύεται σε μια πομπή, τινός πριν από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προπομπεύω: προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) φέρω τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.

Middle Liddell

fut. σω προπομπός
to go before in a procession, τινός before him or it, Luc.