ἀνάρμενος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anarmenos
|Transliteration C=anarmenos
|Beta Code=a)na/rmenos
|Beta Code=a)na/rmenos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unequipped</b>, AP11.29 (Autom.).</span>
|Definition=ἀνάρμενον, [[unequipped]], AP11.29 (Autom.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[non équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρμενος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάρμενος:''' [[не оснащенный]], [[лишенный снастей]] (''[[sc.]]'' [[ναῦς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
|lstext='''ἀνάρμενος''': -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, [[ἀπαράσκευος]], «[[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» [[Αὐτομέδων]] ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />non équipé.<br />'''Étymologie:''' , [[ἄρμενος]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἀνάρμενος]], -ον)<br />(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για [[ταξίδι]] εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάρμενος:''' -ον ([[ἀραρίσκω]]), μη εξοπλισμένος, [[απροετοίμαστος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀραρίσκω]]<br />unequipped, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμενος Medium diacritics: ἀνάρμενος Low diacritics: ανάρμενος Capitals: ΑΝΑΡΜΕΝΟΣ
Transliteration A: anármenos Transliteration B: anarmenos Transliteration C: anarmenos Beta Code: a)na/rmenos

English (LSJ)

ἀνάρμενον, unequipped, AP11.29 (Autom.).

Spanish (DGE)

-ον
no equipado, ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν AP 11.29 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 205] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non équipé.
Étymologie: , ἄρμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρμενος: не оснащенный, лишенный снастей (sc. ναῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμενος: -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, ἀπαράσκευος, «ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» Αὐτομέδων ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρμενος, -ον)
(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος
νεοελλ.
(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.

Greek Monotonic

ἀνάρμενος: -ον (ἀραρίσκω), μη εξοπλισμένος, απροετοίμαστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀραρίσκω
unequipped, Anth.