τερατουργός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teratourgos
|Transliteration C=teratourgos
|Beta Code=teratourgo/s
|Beta Code=teratourgo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wonder-worker</b>, <span class="bibl">D.S. 34</span>/<span class="bibl">5.2.5</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>160</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>4</span>: Adj., τ. ἡδονή <span class="bibl">Ph.2.267</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[wonder-worker]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 34/5.2.5, Ptol.''Tetr.''160, Luc.''Gall.''4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait des choses extraordinaires ; ὁ [[τερατουργός]] faiseur de tours, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερᾰτουργός:''' ὁ [[чудотворец]] Diod., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερᾰτουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.
|lstext='''τερᾰτουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ός, όν :<br />qui fait des choses extraordinaires ; ὁ [[τερατουργός]] faiseur de tours, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[ἔργον]].
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[σιδηρουργός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερᾰτουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργός Medium diacritics: τερατουργός Low diacritics: τερατουργός Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: teratourgós Transliteration B: teratourgos Transliteration C: teratourgos Beta Code: teratourgo/s

English (LSJ)

ὁ, wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτουργός:чудотворец Diod., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.

Greek Monolingual

-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρουργός].

Greek Monotonic

τερᾰτουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.