ὀξύπτερος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksypteros | |Transliteration C=oksypteros | ||
|Beta Code=o)cu/pteros | |Beta Code=o)cu/pteros | ||
|Definition= | |Definition=ὀξύπτερον, [[sharp-winged]] or [[swift-winged]]: as [[substantive]] <b class="b3">ὀ., ὁ,</b> = [[ὀξύσχοινος]], Ps.-Dsc.4.52; but, [[hawk]], Clem.Al.''Strom.'' 5.8.52.1 (in citation of ''De.''14.13):—also ὀξῠ-πτερον, τό, = [[falco]], ''Glossaria''; τὰ ὀξύπτερα [[swift wings]], Aesop.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] schnellflügelig, vom Habicht, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0354.png Seite 354]] schnellflügelig, vom Habicht, LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[aux ailes rapides]], [[au vol rapide]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πτερόν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύπτερος''': -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἱέραξ]], Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3. | |lstext='''ὀξύπτερος''': -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἱέραξ]], Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξύπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), αυτός που έχει [[γρήγορα]] φτερά, <i>τὰ ὀξύπτερα</i>, [[γρήγορα]] φτερά, σε Αίσωπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀξύ-πτερος, ον, [[πτερόν]]<br />[[swift]]-[[winged]]:— τὰ ὀξύπτερα [[swift]] wings, Aesop. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξύπτερον, sharp-winged or swift-winged: as substantive ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13):—also ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Glossaria; τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.8.
German (Pape)
[Seite 354] schnellflügelig, vom Habicht, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides, au vol rapide.
Étymologie: ὀξύς, πτερόν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., ἱέραξ, Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3.
Greek Monolingual
ὀξύπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος
α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος
β) το γεράκι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον
το γεράκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα
τα γρήγορα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πτερόν.
Greek Monotonic
ὀξύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, τὰ ὀξύπτερα, γρήγορα φτερά, σε Αίσωπ.
Middle Liddell
ὀξύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged:— τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.