γραμματηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=grammatiforos
|Transliteration C=grammatiforos
|Beta Code=grammathfo/ros
|Beta Code=grammathfo/ros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">letter-carrier</b>, <span class="bibl">D.H.20.4</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>8</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span> 39.6</span> (iv A. D.), etc.</span>
|Definition=ὁ, [[letter-carrier]], D.H.20.4, Plu. ''Galb.''8, al., ''PFlor.'' 39.6 (iv A. D.), etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[γραμματοφόρος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] VLL., = [[γραμματοφόρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] VLL., = [[γραμματοφόρος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[γραμματοφόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματηφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] [[koerier]].
}}
{{elru
|elrutext='''γραμμᾰτηφόρος:''' Plut. = [[γραμματοφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γραμμᾰτηφόρος''': ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.
|lstext='''γραμμᾰτηφόρος''': ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>c.</i> [[γραμματοφόρος]].
|mltxt=[[γραμματηφόρος]], ο (AM)<br />ο [[ταχυδρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γράμμα]] (-<i>ατος</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>φερω</i>. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- του συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων, [[πρβλ]]. [[ασπιδηφόρος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γραμμᾰτηφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />a [[letter]]-carrier, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτηφόρος Medium diacritics: γραμματηφόρος Low diacritics: γραμματηφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatēphóros Transliteration B: grammatēphoros Transliteration C: grammatiforos Beta Code: grammathfo/ros

English (LSJ)

ὁ, letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.

Spanish (DGE)

v. γραμματοφόρος.

German (Pape)

[Seite 504] VLL., = γραμματοφόρος.

French (Bailly abrégé)

c. γραμματοφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματηφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτηφόρος: Plut. = γραμματοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτηφόρος: ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.

Greek Monolingual

γραμματηφόρος, ο (AM)
ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + -φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν -η- του συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)].

Greek Monotonic

γραμμᾰτηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φέρω
a letter-carrier, Plut.