θριδάκινος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[semblable à de la laitue]], [[de laitue]].<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρῑδάκῐνος:''' (ᾰ) похожий на латук, салатный (φύλλα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῐδάκῐνος''': -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε [[θριδακίνη]] ΙΙ.
|lstext='''θρῐδάκῐνος''': -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε [[θριδακίνη]] ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=η, ον :<br />semblable à de la laitue, de laitue.<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]].
|mltxt=[[θριδάκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θρίδαξ]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μαρούλι]] ή προέρχεται από [[μαρούλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῐδάκῐνος:''' -η, -ον, ο φτιαγμένος από [[μαρούλι]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρῐδάκῐνος, η, ον<br />of [[lettuce]], Luc. [from θρῐ́δαξ]
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.

Russian (Dvoretsky)

θρῑδάκῐνος: (ᾰ) похожий на латук, салатный (φύλλα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.

Greek Monolingual

θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.

Greek Monotonic

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.

Middle Liddell

θρῐδάκῐνος, η, ον
of lettuce, Luc. [from θρῐ́δαξ]