Ἰάς: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(Bailly1_3)
m (elru replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Ias
|Transliteration B=Ias
|Transliteration C=Ias
|Transliteration C=Ias
|Beta Code=*)ia/s
|Beta Code=*)ia/s
|Definition=άδος, ἡ, Adj. fem. <span class="title">Ionic</span>, <b class="b3">στρατιή, ἐσθής</b>, <span class="bibl">Hdt.5.33</span>,<span class="bibl">87</span>; [<b class="b3">γυνή</b>] <span class="bibl">Id.1.92</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τῇ Ἰάδι συγγενεία <span class="bibl">Th.4.61</span>; διάλεκτος <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>189.5</span>, <span class="bibl">Str. 8.1.2</span>; <b class="b3">γλῶττα</b> ibid.: as Subst., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">the Ionian flower</b>,= <b class="b3">ἴον</b>, Nic.<span class="title">Fr.</span>74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, <span class="title">App.Anth.</span>2.21.]</span>
|Definition=Ἰάδος, ἡ, Adj. fem. ''Ionic'', [[στρατιή]], [[ἐσθής]], [[Herodotus|Hdt.]]5.33,87; ([[γυνή]]) Id.1.92;<br><span class="bld">A</span> τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.''Adv.''189.5, Str. 8.1.2; [[γλῶττα]] ibid.: as [[substantive]], Luc.''Hist.Conscr.''16.<br><span class="bld">2</span> [[the Ionian flower]], = [[ἴον]], Nic.''Fr.''74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, ''App.Anth.''2.21.]
}}
{{bailly
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
|lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]].
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Ἰάς, άδος, [adj. fem. of [[Ἰάων]], Ἴων,]<br /><b class="num">I.</b> Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] (sub. [[γυνή]]), an Ionian [[woman]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> (sub. γλῶσσἀ the Ionic [[dialect]], Luc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[ionian]]
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάς Medium diacritics: Ἰάς Low diacritics: Ιάς Capitals: ΙΑΣ
Transliteration A: Iás Transliteration B: Ias Transliteration C: Ias Beta Code: *)ia/s

English (LSJ)

Ἰάδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; (γυνή) Id.1.92;
A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as substantive, Luc.Hist.Conscr.16.
2 the Ionian flower, = ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]

French (Bailly abrégé)

Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάς: Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая (στρατιή, ἐσθής Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).
Ἰάδος ἡ
1) (sc. γυνή) иониянка Her.;
2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.

Greek Monotonic

Ἰάς: -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων·
I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή), γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.
2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

Ἰάς, άδος, [adj. fem. of Ἰάων, Ἴων,]
I. Ionian, Ionic, Hdt., Thuc.
II. as substantive (sub. γυνή), an Ionian woman, Hdt.
2. (sub. γλῶσσἀ the Ionic dialect, Luc.

English (Woodhouse)

ionian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)