πρίσις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.<br />'''Étymologie:''' [[πρίω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.<br />'''Étymologie:''' [[πρίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσεως, ἡ, Α [[πρίω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[πρίω]], [[πριόνισμα]]<br /><b>2.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[διάτρηση]] με πριονοειδές [[τρύπανο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πρῖσις ὀδόντων» — [[τριγμός]], [[τρίξιμο]] τών δοντιών από [[οργή]] ή ως [[σύμπτωμα]] νόσου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 702] ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.
Étymologie: πρίω.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α πρίω
1. η ενέργεια του πρίω, πριόνισμα
2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο
3. φρ. «πρῖσις ὀδόντων» — τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου.