σταίς: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[σταῖς]]. | |btext=<i>c.</i> [[σταῖς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῖς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῖσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 928] od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.
French (Bailly abrégé)
c. σταῖς.
Greek Monolingual
και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῖς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῖσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- του ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του συνωνύμου στέαρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.