καταφλεξίπολις: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katafleksipolis
|Transliteration C=katafleksipolis
|Beta Code=katafleci/polis
|Beta Code=katafleci/polis
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inflamer of cities</b>, of a courtesan, <span class="title">AP</span> 5.1.</span>
|Definition=[ῐ], ὁ, ἡ, [[inflamer of cities]], of a courtesan, ''AP'' 5.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφλεξίπολις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (για [[εταίρα]]) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ., του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταφλεξ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>φλέξ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[καταφλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]]), [[πρβλ]]. [[σωσίπολις]], [[ταραξίπολις]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταφλεξίπολις:''' ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (''[[sc.]]'' [[ἑταίρα]] Anth.).
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Städteverbrennerin]]</i>, heißt eine [[Hetäre]], <i>Ep.adesp</i>. 56 (V.2), <i>die die [[ganze]] [[Stadt]] [[entflammt]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλεξίπολις Medium diacritics: καταφλεξίπολις Low diacritics: καταφλεξίπολις Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΞΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: kataphlexípolis Transliteration B: kataphlexipolis Transliteration C: katafleksipolis Beta Code: katafleci/polis

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.

Greek Monolingual

καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, , (< πόλις), πρβλ. σωσίπολις, ταραξίπολις].

Russian (Dvoretsky)

καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).

German (Pape)

ἡ, die Städteverbrennerin, heißt eine Hetäre, Ep.adesp. 56 (V.2), die die ganze Stadt entflammt.