χωστός: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chostos | |Transliteration C=chostos | ||
|Beta Code=xwsto/s | |Beta Code=xwsto/s | ||
|Definition= | |Definition=χωστή, χωστόν,<br><span class="bld">A</span> [[made by earth thrown up]], ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.''Rh.''414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[buried]], Tz.''H.''9.330. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1389.png Seite 1389]] adj. verb. von [[χώννυμι]], aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1389.png Seite 1389]] adj. verb. von [[χώννυμι]], aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[fait de terres amoncelées]];<br /><b>2</b> [[construit]] <i>ou</i> dirigé en forme de jetée.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωστός:''' [adj. verb. к [[χώννυμι]] насыпанный, построенный из земли ([[τάφος]] Eur.; [[πάροδος]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ [[πάροδος]] Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328. | |lstext='''χωστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ [[πάροδος]] Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό / [[χωστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώννυμι]] / [[χώνω]]]<br />αυτός που σχηματίστηκε με την [[επισώρευση]] χώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[έμπηξη]] στη γη εισχωρεί σε μεγάλο [[βάθος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για υποδήματα) αυτός που καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του ποδιού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) κρυμμένος σε [[βάθος]], καταχωνιασμένος<br />β) ύπουλος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει οπές [[μέσα]] στη γη<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χωστά]] Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.)<br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> ύπουλα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χωστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., σχηματισμένος από [[συσσώρευση]] χώματος, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χωστός]], ή, όν verb. adj.]<br />made by [[earth]] thrown up, Eur. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[banked up with earth]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
χωστή, χωστόν,
A made by earth thrown up, ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.Rh.414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.
II of persons, buried, Tz.H.9.330.
German (Pape)
[Seite 1389] adj. verb. von χώννυμι, aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fait de terres amoncelées;
2 construit ou dirigé en forme de jetée.
Étymologie: χώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
χωστός: [adj. verb. к χώννυμι насыпанный, построенный из земли (τάφος Eur.; πάροδος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
χωστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ πάροδος Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωστός, -ή, -όν, ΝΜΑ χώννυμι / χώνω]
αυτός που σχηματίστηκε με την επισώρευση χώματος
νεοελλ.
1. αυτός που μετά από έμπηξη στη γη εισχωρεί σε μεγάλο βάθος
2. (ιδίως για υποδήματα) αυτός που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μέρος του ποδιού
3. μτφ. α) κρυμμένος σε βάθος, καταχωνιασμένος
β) ύπουλος
μσν.
1. αυτός που σχηματίζει οπές μέσα στη γη
2. (για πρόσ.) θαμμένος.
επίρρ...
χωστά Ν
(κυρίως μτφ.)
1. κρυφά, μυστικά
2. ύπουλα.
Greek Monotonic
χωστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., σχηματισμένος από συσσώρευση χώματος, σε Ευρ.
Middle Liddell
χωστός, ή, όν verb. adj.]
made by earth thrown up, Eur.