κατώφορος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoforos | |Transliteration C=katoforos | ||
|Beta Code=katw/foros | |Beta Code=katw/foros | ||
|Definition=ον, < | |Definition=κατώφορον, [[having a downward tendency]], Phlp.''in Mete.''30.19, Simp.''in Ph.''671.32. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] sich herunter, abwärts bewegend, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατώφορος''': -ον, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀλέξ. Ἀφρ. (;) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατώφορος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατώφορον</i><br />[[κατηφορικός]] [[δρόμος]], [[κατηφοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], αυτός που έχει κατηφορική [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>υπό</i>-<i>φορος</i>, [[παρά]]-<i>φορος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
κατώφορον, having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.
German (Pape)
[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
Greek Monolingual
κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].