ἀμμοδύτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ammodytis
|Transliteration C=ammodytis
|Beta Code=a)mmodu/ths
|Beta Code=a)mmodu/ths
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sand-burrower</b>, a kind of <b class="b2">serpent</b>, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>22.1</span>.; διψάς <span class="bibl">Str.17.1.21</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[sand-burrower]], a kind of [[serpent]], Philum.''Ven.''22.1.; διψάς Str.17.1.21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se esconde en la arena]] cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.<i>Ven</i>.22.1.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμμοδύτης''': ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, [[εἶδος]] ὄφεως, κοινότερον καλουμένου [[διψάς]], Στράβ. 803· πρβλ: [[ἀμμοβάτης]]. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. [[χηραμοδύτης]], [[σισυρνοδύτης]]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμμοδύτης]], ο (Α)<br />αυτός που εισδύει στην άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμμος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δύτης]] «[[βουτηχτής]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμοδύτης Medium diacritics: ἀμμοδύτης Low diacritics: αμμοδύτης Capitals: ΑΜΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: ammodýtēs Transliteration B: ammodytēs Transliteration C: ammodytis Beta Code: a)mmodu/ths

English (LSJ)

ὁ, sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].

Greek Monolingual

ἀμμοδύτης, ο (Α)
αυτός που εισδύει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμμος + δύτης «βουτηχτής»].