Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakerannymi
|Transliteration C=metakerannymi
|Beta Code=metakera/nnumi
|Beta Code=metakera/nnumi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mix by pouring from one vessel into another</b>, <b class="b3">ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα</b> v.l. for [[μετεράσας]] in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">change one's nature</b>, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον <span class="bibl">Paus.9.28.4</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[mix by pouring from one vessel into another]], <b class="b3">ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα</b> [[varia lectio|v.l.]] for [[μετεράσας]] in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c.<br><span class="bld">II</span> [[change one's nature]], ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεράννυμι]]), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.
}}
{{bailly
|btext=[[mélanger en versant d'un vase dans un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κεράννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετακεράννῡμι:''' [[размешивать переливая]] (εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''μετακεράννυμι''': [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετακεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] χύνοντας [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]] («εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακεράννυμι Medium diacritics: μετακεράννυμι Low diacritics: μετακεράννυμι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: metakeránnymi Transliteration B: metakerannymi Transliteration C: metakerannymi Beta Code: metakera/nnumi

English (LSJ)

A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c.
II change one's nature, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.

French (Bailly abrégé)

mélanger en versant d'un vase dans un autre.
Étymologie: μετά, κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

μετακεράννῡμι: размешивать переливая (εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετακεράννυμι: [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.

Greek Monolingual

μετακεράννυμι (Α)
1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες», Πλούτ.)
2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].